βλαστάρι

βλαστάρι
το [βλαστός]
1. τρυφερός, νέος βλαστός
2. τέκνο, παιδί κάποιου
3. δημιούργημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βλαστάρι — το 1. μικρός βλαστός φυτού: Την άνοιξη όλα τα δέντρα πετούν καινούρια βλαστάρια. 2. μτφ., το μοναχοπαίδι σε μικρή ηλικία: Αποκτήσαμε μόνο ένα βλαστάρι που το μεγαλώνουμε με περίσσια φροντίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλασταρώνω — [βλαστάρι] αναδίδω, πετάω βλαστούς …   Dictionary of Greek

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • έρνος — ἔρνος, ὁ (Μ), ἔρνος, τὸ (Α) 1. βλαστάρι, βλαστός («τρέφει ἀνήρ ἔρνος ἐλαίης», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. τέκνο, απόγονος («Διγενής Ἀκρίτης τῶν Καππαδόκων ὁ τερπνὸς... ἔρνος», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1. στον πληθ. τά ἔρνεα τα στεφάνια που φορούσαν οι νικητές… …   Dictionary of Greek

  • ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • βλασταράκι — το (Μ βλασταράκιν) [βλαστάρι] τρυφερό, μικρό βλαστάρι νεοελλ. μικρό παιδάκι …   Dictionary of Greek

  • λαχανόγουλο — το (Μ λαχανόγουλο) νεοελλ. κοινή ονομασία τού φυτού γογγυλοκράμβη ή γογγὺλι μσν. βλαστάρι τών λαχάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο(ν) + γουλί «βλαστάρι τών λαχάνων»] …   Dictionary of Greek

  • ξεβλάσταρο — το βλαστάρι φυτού («κι επάνω στα ξεβλάσταρα περδίκια κελαδούσαν», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + βλαστάρι] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόρπηξ — ηκος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος, βασιλικό βλαστάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ὄρπηξ «βλαστάρι»] …   Dictionary of Greek

  • σιναποβλάσταρο — το, Ν εδώδιμο χλωρό βλαστάρι σιναπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινάπι «είδος φυτού» + βλαστάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”